λυποῦνται

λυποῦνται
λῡποῦνται , λυπέω
grieve
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γυναικολύπως — επίρρ. (Μ) με τον τρόπο που λυπούνται οι γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυναίκα + λύπη] …   Dictionary of Greek

  • προτιμότερο — επίρρ. τροπ., καλύτερα, πιο αποδεχτά: Είναι προτιμότερο να σε ζηλεύουν παρά να σε λυπούνται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”